Για δεύτερη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία της -αυτή τη φορά επιτυχώς- η Βρετανία υπέβαλε την παραμονή της στην ΕΕ στη λαϊκή ετυμηγορία. Μετά το δημοψήφισμα του 1975, η Βρετανία είναι η πρώτη χώρα που έθεσε δύο φορές σε δημοψήφισμα το ζήτημα της αποχώρησης από την Ένωση και αυτή τη φορά τα «κατάφερε». Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου απόφαση που θα επιφέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις σε όλους τους τομείς της ίδιας της χώρας όσο και της Ευρώπης συνολικά.

Μεταξύ άλλων, ένας νευραλγικός τομέας που θα επηρεαστεί από τις επόμενες κινήσεις της βρετανικής κυβέρνησης είναι και η θέση της αγγλικής γλώσσας. Αξίζει κατ’ αρχάς να σημειώσουμε τα εξής:

  • Το 98% των κατοίκων της Βρετανίας έχουν ως πρώτη γλώσσα τους την αγγλική. Επιπλέον, τα Αγγλικά είναι η επίσημη γλώσσα του Γιβραλτάρ, καθώς και μία από τις επίσημες γλώσσες της Βόρειας Ιρλανδίας, της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, της Σκωτίας, της Ουαλίας, της Μάλτας, της Νήσου του Μαν, του Τζέρσεϊ (νησί στο στενό της Μάγχης που ναι μεν αποτελεί μέρος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αλλά όχι και της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και του Γκέρνσεϊ (σύμπλεγμα μικρών νησιών που επίσης ανήκει στη Βρετανική Κοινοπολιτεία και βρίσκεται στη θάλασσα της Μάγχης, κοντά στη Νορμανδία).
  • Εικάζεται ότι τα Αγγλικά είναι η μητρική γλώσσα για το 13% των πολιτών της ΕΕ, ενώ το 40% των Ευρωπαίων δηλώνουν ότι μπορούν να μιλήσουν Αγγλικά σε ικανοποιητικό βαθμό. Αντίστοιχα, το 14% των πολιτών μιλάνε Γαλλικά και Γερμανικά, 6% μιλάνε Ρωσικά και Ισπανικά, και 3% μιλάνε Ιταλικά.
  • Άλλωστε, η αγγλική είναι η πιο διαδεδομένη ξένη γλώσσα σε 20 από τα 28 κράτη-μέλη. Μάλιστα, οι κάτοικοι των σκανδιναβικών χωρών μιλάνε άπταιστα Αγγλικά και τα χρησιμοποιούν πολύ συχνά στην καθημερινότητά τους.
  • Η ΕΕ αναγνωρίζει τα Ολλανδικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά και τα Ιταλικά ως τις επίσημες γλώσσες εργασίας.

Παρόλο που οι περήφανοι Γάλλοι δυσκολεύονται να το παραδεχτούν, τα Αγγλικά έχουν αποκτήσει κεντρική θέση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και οι τεχνοκράτες που εργάζονται στις Βρυξέλλες, στο Στρασβούργο ή στη Φρανκφούρτη συνεννοούνται μεταξύ τους κυρίως στα Αγγλικά, αφού προέρχονται από διαφορετικές χώρες και το πιθανότερο είναι ότι όλοι τους μπορούν λίγο-πολύ να μιλήσουν Αγγλικά. Εάν λοιπόν η έξοδος της Βρετανίας προχωρήσει και πρακτικά, τότε θα οδηγηθούμε σε μια πραγματικά περίεργη κατάσταση. Ακόμη πιο περίεργο είναι το γεγονός ότι τα Αγγλικά κυριαρχούν παρόλο που η Βρετανία υπήρξε παραδοσιακά το πιο διστακτικό κράτος-μέλος με τις μεγαλύτερες αμφιβολίες σε σχέση με τη συμμετοχή του στην Ένωση.

Ήδη η εκδοχή της αγγλικής που κυριαρχεί στους κόλπους της ΕΕ είναι αρκετά ιδιόρρυθμη (πρόκειται για τα Euro-English). Δεδομένου ότι οι περισσότεροι ομιλητές της τη γνωρίζουν απλώς ως ξένη γλώσσα χωρίς να αποτελεί τη μητρική τους, έχει προκύψει ένα είδος αγγλικής που χαρακτηρίζεται από τη λανθασμένη χρήση λέξεων. Για παράδειγμα, η λέξη «delay» που κανονικά σημαίνει «καθυστέρηση» χρησιμοποιείται στα επίσημα ευρωπαϊκά κείμενα με την έννοια του «deadline», δηλαδή της «προθεσμίας/ διορίας». Εύλογα λοιπόν προκαλείται σύγχυση σε έναν Βρετανό πολίτη. Τέτοιου είδους αλλοιώσεις σημειώνονται μάλιστα και σε επίσημη έκθεση της ΕΕ[1] – φανταστείτε πόσο πολλές είναι!

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτή η αλλοίωση του νοήματος των λέξεων είναι απόλυτα φυσιολογική, ίσως και θεμιτή. Πράγματι, θα μπορούσε, αλλά στην περίπτωση της ΕΕ αυτή η εξέλιξη έχει πολλές προεκτάσεις. Για παράδειγμα, σκεφτείτε ότι στην ΕΕ υπάρχουν περισσότερες από 20 επίσημες γλώσσες. Με 450 εκατομμύρια πολίτες που μιλάνε τόσο πολλές γλώσσες και διαλέκτους, η ακρίβεια θα πρέπει να είναι το ζητούμενο, αφού ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί σε διαφορετικά συμπεράσματα όσον αφορά το περιεχόμενο ενός επίσημου κειμένου, το οποίο μάλιστα ενδέχεται να επηρεάζει ολόκληρη την καθημερινότητα και την πραγματικότητα των κατοίκων ενός κράτους-μέλους (βλ. μνημόνια συνεννόησης της Ελλάδας με τους δανειστές). Επιπλέον, η ΕΕ βασίζεται σε χιλιάδες σελίδες νόμων (ρυθμίσεις, κανονονισμοί, κ.ο.κ.) οι οποίοι πρέπει να είναι ακριβείς και ξεκάθαροι για όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από το πόσο εξοικειωμένοι είναι με τα «Euro-English».

Χωρίς τη Βρετανία, η Δημοκρατία της Ιρλανδίας (με μόλις 4,6 εκατομμύρια πληθυσμό) θα παραμείνει η μοναδική χώρα όπου θα ομιλείται η επίσημη εκδοχή της αγγλικής, μαζί με τη μικροσκοπική Μάλτα (όπου η αγγλική είναι η επίσημη γλώσσα μαζί με τα Μαλτέζικα), εκτός κι αν η Σκωτία αποφασίσει να ξανακάνει δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της και επανενταχθεί στην ΕΕ. Είναι αμφίβολο το κατά πόσο μια τόσο μικρή χώρα θα είναι σε θέση να πείσει τους εταίρους της για τη σημασία της ορθής χρήσης της αγγλικής γλώσσας. Από την άλλη, είναι πολύ πιθανό ότι, εφόσον οι Ευρωπαίοι που θα θέλουν να ζήσουν στη Βρετανία θα χρειάζονται visa, οι πιθανότητες να μάθουν εμπειρικά την αγγλική γλώσσα από τους ίδιους τους Βρετανούς θα μειωθούν σημαντικά.

Σε κάθε περίπτωση, τα Αγγλικά θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στην Ευρώπη, ακόμη και με πολλές αλλοιώσεις, ακόμη και με τους Γάλλους να επιχειρούν εκ νέου να επιβάλουν τη γλώσσα τους ως τη μοναδική (ή έστω τη βασική) γλώσσα εργασίας της ΕΕ. Από την άλλη, για τον κλάδο της μετάφρασης θεωρώ ότι δεν υπάρχει ανησυχία, καθώς οι Άγγλοι θα συνεχίσουν να μεταφράζουν τη νομοθεσία της Ένωσης για πρακτικούς λόγους. Ναι μεν θα χαθούν θέσεις εργασίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά σίγουρα θα αντισταθμιστούν από τις θέσεις που θα προκύψουν εντός της ίδιας της Βρετανίας. Επιπλέον, καθώς περισσότερες επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να εκπροσωπούνται στην Ευρώπη μέσω τρίτων, θα αυξηθεί η γραφειοκρατία και θα χρειαστούν περισσότερες μεταφράσεις με θετικό αντίκτυπο στον μεταφραστικό κλάδο.